«Πήρα την απόφαση να ζήσω μόνη μου» είπε η Σαβίτρι.
«Είναι ποτέ κανείς πραγματικά μόνος;» ρώτησε ο Ραμάνα. Το δάσος είχε τυλιχτεί σε πορφυρές σκιές και η Σαβίτρι δεν μπορούσε να διαβάσει καθαρά την έκφρασή του.
«Νοιώθω μόνη» είπε.
«Συχνά τα συναισθήματά μας δεν είναι αξιόπιστα» παρατήρησε ο Ραμάνα.
Ξαφνικά ακουστήκανε θροΐσματα στους θάμνους πλάι στο μονοπάτι. Η Σαβίτρι αναπήδησε ξαφνιασμένη.
«Τι ήταν αυτό;» ρώτησε νοιώθοντας το άγχος να επιστρέφει.
«Φαντάσματα». Ο Ραμάνα είχε σταματήσει απότομα. «Είναι ώρα να τα συναντήσεις. Καθώς έχουν ταξιδέψει πέρα απ’ αυτή τη ζωή, τα φαντάσματα και τα πνεύματα έχουν πολλά να διδάξουν».
Στάθηκε ακίνητος και της έκανε νόημα να κάνει ησυχία. Η Σαβίτρι πάγωσε στη θέση της κι ένοιωσε ανατριχίλα να διαπερνά το κορμί της.
Μετά από λίγες στιγμές, κάποιος ξεπρόβαλε από το μισοσκόταδο του δάσους. Ένα μικρό κοριτσάκι, όχι παραπάνω από δύο ετών, που προχωρούσε με αβέβαια βήματα προς το μέρος τους, αλλά δίχως να τους κοιτάζει.
«Μη!» προειδοποίησε ο Ραμάνα, καταλαβαίνοντας πως η Σαβίτρι ήθελε να τρέξει και ν’ αγκαλιάσει το νήπιο.
Το παιδάκι κοίταξε γύρο του σαν τυφλό και μετά διέσχισε το μονοπάτι και χάθηκε ξανά μέσα στο δάσος.
«Την αναγνώρισες;» ρώτησε ο Ραμάνα.
«Όχι, πως θα μπορούσα; Έχει χαθεί;» Η Σαβίτρι αισθανόταν μπερδεμένη κι αναστατωμένη από αυτό που είχε δει.
Αντί να της απαντήσει άμεσα, ο Ραμάνα είπε: «Υπάρχουν κι άλλα. Εσύ τα προσελκύεις». Εκείνη τη στιγμή ένα δεύτερο φάντασμα εμφανίστηκε, αυτή τη φορά ενός κοριτσιού τεσσάρων ετών. Η Σαβίτρι έμεινε αποσβολωμένη. «Αυτή την ξέρεις;» τη ρώτησε.
«Είμαι εγώ!»
Στα λόγια αυτά, το φάντασμα γύρισε και την κοίταξε για μια στιγμή πριν απομακρυνθεί. «Και το μωρό ήμουν πάλι εγώ;»
Ο Ραμάνα έγνεψε καταφατικά. «Ο κάθε πρώην εαυτός που έχεις αφήσει πίσω σου είναι ένα φάντασμα. Το σώμα σου δεν είναι πια το σώμα ενός παιδιού. Οι σκέψεις σου, οι επιθυμίες, οι φόβοι και οι ελπίδες σου έχουν αλλάξει. Θα ήταν τρομερό να τριγυρνάς έχοντας κρεμασμένους πάνω σου όλους τους νεκρούς εαυτούς σου. Άφησέ τους να φύγουν».
Η Σαβίτρι δεν μπορούσε να πει τίποτα. Ένα-ένα, τα φαντάσματα του εαυτού της χάθηκαν. Είδε το δεκάχρονο κορίτσι που καθόταν πλάι στη μητέρα του στην κουζίνα, το δωδεκάχρονο που κοκκίνιζε μιλώντας με ένα αγόρι, τη θερμή νεαρή γυναίκα που ήταν τρελά ερωτευμένη με τον Σατιαβάν, την πρώτη της αγάπη.
Το τελευταίο φάντασμα ήταν αυτό που την ξάφνιασε περισσότερο, επειδή έμοιαζε με το καθρέφτισμά της. Είχαν ακριβώς την ίδια ηλικία και φορούσαν ακριβώς το ίδιο σάλι.
«Βλέπεις; Ακόμα κι ο εαυτός που είχες σήμερα είναι ένα φάντασμα» είπε ο Ραμάνα.
Όταν και η τελευταία οπτασία χάθηκε μέσα στο δάσος, η Σαβίτρι είπε: «Τι έχουν να με διδάξουν;»
«Πως ο θάνατος είναι μαζί σου κάθε στιγμή της ζωής σου» απάντησε ο Ραμάνα. «Έχεις επιβιώσει από χιλιάδες καθημερινούς θανάτους, καθώς οι παλιές σου σκέψεις, τα παλιά σου κύτταρα, τα παλιά σου συναισθήματα, ακόμα και η παλιά σου ταυτότητα έχουν χαθεί. Όλα τους ζουν πια στην άλλη ζωή. Τι υπάρχει λοιπόν για να φοβάσαι ή να αμφιβάλλεις;»
«Μα φαίνονται τόσο αληθινά», είπε η Σαβίτρι.
«Ναι, αληθινά σαν όνειρα» είπε ο Ραμάνα. «Μα εσύ βρίσκεσαι εδώ και στο τώρα, όχι στο παρελθόν».
http://www.youtube.com/embed/Z9siwkRMDvk
Με βάση λοιπόν το βιντεάκι που αναφέρεται στον πραγματικό χρόνο της ζωής μας, η δική μου ταφόπλακα θα γράφει:
Με βάση λοιπόν το βιντεάκι που αναφέρεται στον πραγματικό χρόνο της ζωής μας, η δική μου ταφόπλακα θα γράφει:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου