Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

Εμπόδια

  

 Περπατώ σ’ ένα μονοπάτι.

Αφήνω τα πόδια μου να με οδηγήσουν.

Η ματιά μου στέκεται στα δέντρα, στα πουλιά, στις πέτρες. Στον ορίζοντα  διαγράφεται  το περίγραμμα  μιας πόλης.  Οξύνω την ματιά μου για να ξεχωρίσω καλύτερα.

Αισθάνομαι ότι η πόλη με έλκει.
Χωρίς να ξέρω πως,  συνειδητοποιώ ότι  σ’ αυτή την πόλη μπορώ να βρω όλα όσα επιθυμώ.  Όλους μου τους στόχους, τους σκοπούς, τα μελλοντικά μου επιτεύγματα. Οι φιλοδοξίες και τα όνειρά μου βρίσκονται σ’ αυτή την πόλη.
Αυτό που θέλω να καταφέρω, αυτό που χρειάζομαι, αυτό που θα ήθελα να γίνω πιο πολύ, αυτό που επιδιώκω, αυτό που προσπαθώ, αυτό για το οποίο δουλεύω, αυτό που πάντα φιλοδοξούσα, αυτό που θα ήταν η μεγαλύτερη απ’ τις επιτυχίες μου.
Φαντάζομαι ότι όλα αυτά βρίσκονται σ’ αυτή την πόλη.

Χωρίς δισταγμό αρχίζω να πηγαίνω προς τα κει.

Λίγο αργότερα, αφού έχω ήδη αρχίσει να βαδίζω, το μονοπάτι γίνεται ανηφορικό.
Κουράζομαι λίγο αλλά δεν πειράζει. Συνεχίζω.
Διακρίνω μια μαύρη σκιά παρακάτω στο δρόμο.  Πλησιάζω και βλέπω ότι μια τεράστια τάφρος εμποδίζει το πέρασμά μου.
Φοβάμαι… Διστάζω…
Μ’ ενοχλεί κι ο στόχος μου που δεν μπορεί να επιτευχθεί εύκολα.

Όπως και να έχει αποφασίζω να πηδήξω την τάφρο.  Κάνω πίσω, παίρνω φόρα και πηδώ…
Καταφέρνω να την περάσω. Ξαναρχίζω τον δρόμο μου και συνεχίζω να περπατώ.

Λίγα μέτρα πιο κάτω εμφανίζεται άλλη τάφρος. Ξαναπαίρνω φόρα και την περνάω κι αυτήν.
Τρέχω προς την πόλη. Ο δρόμος φαίνεται καθαρός.

Όμως με ξαφνιάζει η άβυσσος που ανοίγεται στο δρόμο μου.
Σταματώ. Είναι αδύνατο να πηδήξω από πάνω. Βλέπω πως δίπλα υπάρχουν ξύλα, καρφιά και εργαλεία. Συνειδητοποιώ πως βρίσκονται εκεί για την κατασκευή μιας γέφυρας.

Περνούν ώρες,                              

μέρες,
μήνες.
Η γέφυρα είναι έτοιμη.
Συγκινημένος τη διασχίζω.

Και φθάνοντας στην άλλη μεριά,  ανακαλύπτω, το … τείχος. Ένα γιγαντιαίο τείχος, κρύο και υγρό, περικυκλώνει την πόλη των ονείρων μου!

Αισθάνομαι απελπισμένος.

Ψάχνω τρόπο να το αποφύγω.
Δεν υπάρχει.
Πρέπει να σκαρφαλώσω.
Η πόλη είναι τόσο κοντά… δε θα αφήσω το τείχος να μου φράξει το πέρασμα.
Σκέφτομαι ν’ αναρριχηθώ.
Ξεκουράζομαι μερικά λεπτά και παίρνω αέρα.

Ξαφνικά  βλέπω σε μια άκρη του δρόμου ένα παιδί να με κοιτάζει σα να με γνώριζε.
Μου χαμογελά με συνενοχή.

Μου θυμίζει τον εαυτό μου όταν ήμουν παιδί. Ίσως γι’ αυτό τολμώ
να εκφράσω φωναχτά το παράπονό μου.

 

«Γιατί τόσα εμπόδια ανάμεσα σε μένα και στο σκοπό μου;»


Το παιδί σηκώνει τους ώμους και μου απαντά:

«Και γιατί ρωτάς εμένα;

Τα εμπόδια δεν υπήρχαν μέχρι να έρθεις…

Τα εμπόδια τα έφερες εσύ».

 

Jorge Bucay

 

Τα μόνα εμπόδια που υπάρχουν είναι αυτά που δημιουργούμε εμεις στον εαυτό μας!