Ένας γέροντας γνωστός για τη μεγάλη σοφία του
καθόταν στην είσοδο της πόλης, όταν ένας νέος τον πλησιάζει
και τον ρωτάει:
καθόταν στην είσοδο της πόλης, όταν ένας νέος τον πλησιάζει
και τον ρωτάει:
Είναι η πρώτη φορά που βρίσκομαι
εδώ.
Πως είναι οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτή την πόλη;
Πως είναι οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτή την πόλη;
Ο γέροντας του απάντησε με μια ερώτηση:
Πως ήταν οι άνθρωποι στην πόλη απ’
όπου έρχεσαι;
Εγωιστές και κακοί. Αυτός είναι εξ
άλλου ο λόγος
που χαίρομαι πολύ που έφυγα, απάντησε ο νέος.
που χαίρομαι πολύ που έφυγα, απάντησε ο νέος.
Τους ίδιους ανθρώπους θα βρεις κι
εδώ,
απάντησε ο γέροντας.
απάντησε ο γέροντας.
Λίγο αργότερα, ένας άλλος νέος πλησιάζει τον γέροντα
κάνοντάς του την ίδια ακριβώς ερώτηση.
Μόλις έφτασα
σ’ αυτό το μέρος.
Πως είναι οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτή την πόλη;
Πως είναι οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτή την πόλη;
Ο γέροντας τον ρώτησε το ίδιο:
Πες μου αγόρι μου, πως ήταν οι
άνθρωποι στην πόλη που ζούσες;
Ήταν καλοί,
καταδεκτικοί και έντιμοι. Είχα καλούς φίλους και δυσκολεύτηκα πολύ να τους
αφήσω,
είπε ο νέος.
Θα συναντήσεις ακριβώς το ίδιο πράγμα
κι εδώ,
απάντησε ο γέροντας.
απάντησε ο γέροντας.
Ένας έμπορος που δούλευε εκεί κοντά άκουσε
και τις δυο αυτές συζητήσεις. Έτσι μόλις απομακρύνθηκε ο νέος, κοιτάζει τον γέροντα και κάπως θυμωμένα τον ρωτάει:
και τις δυο αυτές συζητήσεις. Έτσι μόλις απομακρύνθηκε ο νέος, κοιτάζει τον γέροντα και κάπως θυμωμένα τον ρωτάει:
Πως μπορείτε να δίνετε δυο αντίθετες
απαντήσεις
στην ίδια ερώτηση που σας έκαναν δυο άνθρωποι;;
στην ίδια ερώτηση που σας έκαναν δυο άνθρωποι;;
Και ο γέροντας αποκρίθηκε:
Όταν κάποιος έχει ανοιχτή καρδιά
ανάλογη είναι και η ματιά του προς τους άλλους.
Καθένας μας φέρνει μαζί του τον κόσμο
που κουβαλάει μέσα στην καρδιά του.